- τσουγγρανίζω
- και τσουγκρανίζω και τζουγγρανίζω και τζουγκρανίζω και τσαγΥρουνίζω και τσαγκρουνίζω και τζαγκουρνίζω και ζουγκρανίζωΝ1. καθαρίζω με την τσουγγράνα2. γρατσουνίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < γρατσουνίζω / γρατσουνώ].
Dictionary of Greek. 2013.